- προσγίνομαι
- V 3-0-0-0-0=3 Lv 18,26; 20,2; Nm 15,14to attach oneself to sb [ἔν τινι] (of the alien residing among the Israelites)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
προσγίνομαι — ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α 1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», Θουκ.) 2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.) αρχ … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
προσγίγνομαι — Α βλ. προσγίνομαι … Dictionary of Greek
ԱՌԼԻՆԻՄ — (եղէ, եղեալ) NBH 1 0306 Chronological Sequence: 6c, 8c ԱՌԼԻՆԻՄ կամ ԱՌԵՂԱՆԻՄ. հելլենաբանութեամբ՝ որպէս προσγίνομαι, προσγίγνομαι adsum, adnascor Առընթեր գտանիլ. առգոլ. ներգոլ. ընդաբոյս՝ եւ բնածին լինել. *Յամենայն անդամս մարմնոյն՝ շօշափելեացն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)